τοιχογραφώ

τοιχογραφώ
τοιχογράφησα, τοιχογραφήθηκα, τοιχογραφημένος, ζωγραφίζω σε τοίχο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τοιχογραφώ — τοιχογραφῶ, έω, ΝΜΑ [τοιχογράφος] γράφω ή ζωγραφίζω σε τοίχο …   Dictionary of Greek

  • τοιχογράφηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τοιχογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. τοιχογράφησις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κατατοιχογραφώ — κατατοιχογραφῶ, έω (Α) γράφω εναντίον κάποιου πάνω στον τοίχο («οἱ δὲ πρῶτον μὲν κατετοιχογράφησαν αὐτοῡ τοιαῡτα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τοιχογραφῶ, που στην Αρχαία Ελληνική απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • τοιχογράφημα — το, Ν καθετί που είναι ζωγραφισμένο σε τοίχο, τοιχογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γρ. Γ. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • εικονογραφώ — εικονογράφησα, εικονογραφήθηκα, εικονογραφημένος, μτβ. και αμτβ. 1. γράφω εικόνες, ζωγραφίζω. 2. διακοσμώ με εικόνες, έντυπο ή κτίριο, προσωπογραφώ (κάνω πορτρέτα), τοιχογραφώ: Εικονογραφήθηκε το βιβλίο από τον τάδε ζωγράφο. 3. μτφ., περιγράφω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”